μεταπουλώ

μεταπουλώ
(ε), μεταπουλάω μετ. перепродавать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεταπουλώ" в других словарях:

  • μεταπουλώ — και ματαπουλώ (Μ μεταπουλῶ, έω) μεταπωλώ …   Dictionary of Greek

  • μεταπουλώ — μεταπούλησα, μεταπουλήθηκα, μεταπουλημένος, πουλώ σε άλλον κάτι που αγόρασα ο ίδιος: Μεταπούλησε το σπίτι σε διπλάσια τιμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταπωλώ — και μεταπουλώ και ματαπουλώ (Α μεταπωλώ, Μ μεταπουλῶ, έω) αγοράζω κάτι και τό πουλώ σε άλλους με σκοπό το κέρδος …   Dictionary of Greek

  • αβγολογώ — ( άω) [αβγολόγος] 1. αγοράζω αβγά από τούς ορνιθώνες και τά μεταπουλώ 2. μαζεύω (ή και κλέβω) τα αβγά από τις φωλιές τούς 3. αναζητώ το προσφώλι (λέγεται για την κότα όταν πρόκειται να γεννήσει) 4. εξετάζω την κότα με το δάχτυλο για να δω αν έχει …   Dictionary of Greek

  • μεταπιπράσκω — (Α) πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] …   Dictionary of Greek

  • μεταπούλημα — και ματαπούλημα, το [μεταπουλώ] η μεταπώληση …   Dictionary of Greek

  • μεταπουλάω — (σπάν. μεταπουλώ), μεταπούλησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. μεταπωλώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»